ολιγόστιχος

ολιγόστιχος
-η, -ο
αυτός που έχει λίγους στίχους: Ολιγόστιχο ποίημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀλιγόστιχος — consisting of few lines masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολιγόστιχος — και λιγόστιχος, η, ο (ΑΜ ὀλιγόστιχος, ον) αυτός που αποτελείται από λίγους στίχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + στίχος] …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγόστιχον — ὀλιγόστιχος consisting of few lines masc/fem acc sg ὀλιγόστιχος consisting of few lines neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοστίχου — ὀλιγόστιχος consisting of few lines masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοστίχους — ὀλιγόστιχος consisting of few lines masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγόστιχα — ὀλιγόστιχος consisting of few lines neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγόστιχος — η, ο βλ. ολιγόστιχος …   Dictionary of Greek

  • ολιγοστιχία — η (ΑΜ ὀλιγοστιχία, Α ιων. τ. ὀλιγοστιχίη) [ολιγόστιχος] το να αποτελείται κάτι από λίγους στίχους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”